- δοκέοντα
- δοκέωexpectpres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic)δοκέωexpectpres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοκέοντ' — δοκέοντα , δοκέω expect pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) δοκέοντα , δοκέω expect pres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) δοκέοντι , δοκέω expect pres part act masc/neut dat sg (epic doric ionic aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδόκητος — η, ο (Α ἀδόκητος, ον) [δοκῶ] απροσδόκητος, απρόσμενος, ανέλπιστος, αιφνίδιος («ἀδόκητος θάνατος») αρχ. 1. φρ. το «ἀδόκητον καὶ δοκέοντα» τού Πινδάρου μερικοί εξηγούν ή «τον άδοξο και ένδοξο» ή «αυτόν που δεν προσδοκά και αυτόν που προσδοκά» 2.… … Dictionary of Greek